- επιμάστιος
- ἐπιμάστιος, -ον (Α)επιμαστίδιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι-μάστιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμάστιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάστιον — ἐπιμάστιος masc/fem acc sg ἐπιμάστιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)